- οσμωτικός
- -ή, -όβλ. ωσμωτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωσμωτικός — και εσφ. τ. οσμωτικός, ή, ό, Ν [ώσμωση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώσμωση («ωσμωτικά φαινόμενα») 2. φρ. α) «ωσμωτική πίεση» (βιολ. φυσ. χημ.) η διαφορά πίεσης που δημιουργείται μεταξύ δύο διαμερισμάτων που περιέχουν διαλύματα… … Dictionary of Greek